Σάββατο 11 Μαΐου 2013

«Ο Δωδεκάλογος της Παλαιάς Διαθήκης»!..


«Ο Δωδεκάλογος της Παλαιάς Διαθήκης»!..

«Ο Δωδεκάλογος της Παλαιάς Διαθήκης»!..

Ποίοι είναι οι 12 λόγοι τους οποίους επικαλούνται οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι, ώστε η Παλαιά Διαθήκη όχι απλώς να διαβάζεται, αλλά και να διδάσκεται στα σχολεία της Ελλάδος!..
ΘΕΛΩ ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσω κάτι το οποίο είναι μεν γνωστό, αλλά που επιβάλλεται να διατυπωθή για λόγους τυπικούς: Ο γράφων δεν είναι θεολόγος, αλλά ένας ιστορικός ερευνητής, ο οποίος επιθυμεί την ανεύρεσιν της αληθείας μέσω των αρχαιολογικών και ιστορικών αποδείξεων. Μέσα από αυτό το πρίσμα διερευνά τα γεγονότα του παρελθόντος και με γνώμονα τις αποδείξεις αυτές κινείται προς το μέλλον.
Επειδή, όμως, η Βίβλος (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) είναι ένα ιερό βιβλίο για όλους τους Χριστιανούς, αυτός και ο λόγος που ήθελα να καταγραφούν στις σελίδες αυτές οι θεολογικές διαστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης (περί της Καινής Διαθήκης δεν γεννάται λόγος), αφού ορισμένοι εκ των συμπολιτών μας επιθυμούν τον εξοβελισμό της από τα αναλόγια των Ορθοδόξων Εκκλησιών μας (και όχι μόνον).
Μη δυνάμενος, λοιπόν, να δώσω ο ίδιος «πειστικές αποδείξεις», περί της θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης, εκ των πραγμάτων ανεζήτησα κείμενα πανεπιστημιακών δασκάλων, όπως για παράδειγμα του κ Νικολάου Π. Μπρατσιώτου, Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος, για το θέμα αυτό, μέσα στο σύγγραμμά του «Εισαγωγή εις την Θεολογίαν της Παλαιάς Διαθήκης», γράφει τα εξής:1
1. Η θεολογία της Π. Διαθήκης είναι η εν αυτή τη Π. Διαθήκη πράγματι υπάρχουσα και εξ αυτής αβιάστως εξαγομένη Θεολογία, ουχί δε η έξωθεν και επί τη βάσει διαφόρων προϋποθέσεων εισαγομένη Θεολογία, το περιεχόμενον της οποίας θα εξηρτάτο μεγάλως εκ τε της υποκειμενικής κρίσεως και της διαθέσεως του συγγραφέως αυτής.
2. Η Π. Διαθήκη δεν προσφέρει μεν σύστημα Θεολογίας, παρέχει όμως τας θεμελιώδεις αρχάς και δη και αυτήν την κεντρικήν της Θεολογίας της Π. Διαθήκης ιδέαν, ήτις είναι η υπερφυσική Θεία Αποκάλυψις, ως αντικείμενον πίστεως.
3. Οι πρώτοι και υποδειγματικοί Θεολόγοι της Π. Διαθήκης είναι αυτοί οι θεόπνευστοι συγγραφείς της Π. Διαθήκης, διατυπώσαντες την επί της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως ερειδομένην πίστιν και το περιεχόμενον αυτής.
4. Συμφώνως ήδη προς την βίβλον της Γενέσεως το εξ υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως περιεχόμενον της πίστεως ταύτης, άρα δε και της Θεολογίας της Π. Διαθήκης, αναλύεται εις τα εξής μέρη: α) Θεός, β) Θεός και κόσμος και γ) Θεός και άνθρωπος, Ανάλογος βεβαίως είναι και η διαίρεσις της Θεολογίας της Π. Διαθήκης.
5. Η εν τη Π. Διαθήκη περιεχομένη υπερφυσική Θεία Αποκάλυψις είναι μεν ιστορικόν γεγονός, συμβαίνον εν τόπω και χρόνω και συνδεόμενον μεθ’ ιστορικών προσώπων και ακολουθούν συγκεκριμένα στάδια εξελίξεως, θεμελιώδες όμως γνώρισμα του ιστορικού τούτου γεγονότος είναι ο υπερφυσικός αυτού χαρακτήρ. Εντεύθεν αποτελεί τούτο αντικείμενον ιδιαιτέρας ιστορίας, δηλ. της λεγομένης Ιεράς ιστορίας ή Ιστορίας της Σωτηρίας, της οποίας ου μόνον το περιεχόμενον, αλλά και αυτοί έτι οι νόμοι, αι θεμελιώδεις αρχαί και αι μέθοδοι και δη και αυτό τούτο το διάγραμμα υπάρχουν εν τη Π. Διαθήκη καταγεγραμμένα υπό των θεοπνεύστων συγγραφέων, οίτινες πρώτοι αυτοί είναι και θεολόγοι της ιστορίας..
6. Κύριον και έκτυπον χαρακτηριστικόν γνώρισμα της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως είναι η ενότης αυτής, η απορρέουσα εκ το ενός καλυπτομένου Θεού, ενεργούντος δια του ενός αυτού «Πνεύματος», φωτίζοντος δε τους ειδολογικώς την αυτήν Θεοπνευστίαν και δια τον αυτόν πάντοτε σκοπόν δεχομένους ταύτην, ιερούς συγγραφείς. Αλλά και η αναλογία του θείου και του ανθρωπίνου παράγοντος εν τη καταγραφή της Θείας Αποκαλύψεως είναι πάντοτε η αυτή. Μόνον δε το ποσόν ταύτης και ο εντεύθεν εξαρτώμενος βαθμός της Θεοπνευστίας διαφέρει εκάστοτε. Το θείον και υπερφυσικόν στοιχείον είναι εν σχέσει προς την Θείαν Αποκάλυψιν αναπόσπαστον του ανθρωπίνου και φυσικού στοιχείου.
Άρα η ιστορική επιστήμη δεν είναι το κύριον μέσον ερεύνης της Θείας Αποκαλύψεως, της οποίας το περιεχόμενον, λόγω και του υπερφυσικού αυτού χαρακτήρος, δεν δύναται να προσεγγίση ο πεπερασμένος άνθρωπος έχων ως μοναδικόν αυτού μέτρον τον ορθόν λόγον. Όθεν όργανον και μέσον προσπελάσεως της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως είναι προ παντός άλλου η πίστις, ήτις συνοδεύεται βεβαίως υπό της αναλόγου εμπνεομένης γνώσεως, κτηθείσης δια της εις βάθος και πλάτος σχετικής ερεύνης.
7. Ανάλογος είναι η θέσις της Θεολογίας της Π. Διαθήκης έναντι και της επιστήμης της Ιστορίας των θρησκευμάτων και του ιστορικού και συγκριτικού αυτής έργου. Ούτως, ως είδομεν, διάφορος είναι η έννοια και αι αρχαί της Ιστορίας της Σωτηρίας από εκείνας της θύραθεν ιστορικής επιστήμης ή και αυτής έτι της ιστορικής θεολογίας. Αλλά και περαιτέρω δεν υπάρχουν περιθώρια συγκρίσεως της Θεολογίας της Π. Διαθήκης προς τας θεολογίας των λοιπών θρησκειών, εφ’ όσον η μεν σύγκρισις προϋποθέτει την ύπαρξιν ίσων όρων, η δε σχέσις της Θεολογίας της Π. Διαθήκης προς τας θύραθεν προσδιορίζεται υπό της σχέσεως υπερφυσικής και φυσικής Θείας Αποκαλύψεως. Κατά ταύτα ουδείς λόγος δύναται να γίνη περί εντάξεως της Θεολογίας της Π. Διαθήκης εις την επιστήμην της Ιστορίας των θρησκευμάτων.
8. Η υπό του Θεού παρεχομένη εν τη Π. Διαθήκη και δι’ όλης αυτής διήκουσα επαγγελία περί της δια του Μεσσίου απολυτρώσεως του ανθρώπου, και ο σύμφωνος προς αυτήν τελικός σκοπός της εν τη Π. Διαθήκη υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως, όστις είναι η προπαρασκευή του ανθρωπίνου γένους δια την εν Χριστώ απολύτρωσιν, προσδιορίζει επακριβώς την σχέσιν της Παλαιάς προς την Καινήν Διαθήκην. Και αντιστρόφως την σχέσιν της Καινής προς την Παλαιάν Διαθήκην καθορίζουν η εν τη Κ. Διαθήκη εκπλήρωσις της εν τη Π. Διαθήκη δοθείσης υποσχέσεως, η εν αυτή πραγματοποίησις του τελικού εκείνης σκοπού και η εν αυτή συμπλήρωσις της Θείας Αποκαλύψεως της Π. Διαθήκης, της οποίας το «τάδε λέγει Κύριος» δεν αίρεται, αλλ’ επικυρούται και συμπληρούται αυθεντικώς δια του «Εγώ δε λέγω υμίν» του ενανθρωπίσαντος Θεού, ενούντος εν ενί και τω αυτώ προσώπω τον ανθρώπινων παράγοντα των ιερών συγγραφέων της Π. Διαθήκης, ως των θεοπνεύστων οργάνων της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως και τον θείον παράγοντα, δηλ. τον εν τε τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη αποκαλυπτόμενον Θεόν.
Ο Θεός της Π. Διαθήκης είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης, η δε αποκάλυψις αυτού εν τε τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη είναι ειδολογικώς μία. Εντεύθεν η ενότης και η αλληλοσυμπλήρωσις των δύο τμημάτων αυτής, άτινα αποτελούν την μίαν Αγίαν Γραφήν καταγραφείσαν δια της αυτής εις είδος και μόνον κατά διάφορον βαθμόν Θεοπνευστίας.
Κέντρον της Θεολογίας της Π. Διαθήκης είναι ο Χριστός, τον οποίον συνεχώς δεικνύει η Θεία Αποκάλυψις της Π. Διαθήκης.
9. Ο θεολόγος της Π. Διαθήκης, καλούμενος να προσπελάση δια της πίστεως και της υπ’ αυτής καταυγαζομένης γνώσεως, τας παρ’ εκάστω συγγραφεί και βιβλίω ή και χωρίω αποτεθησαυρισμένας εννοίας, δεν δύναται να απομονώση ταύτας, διότι ο χαρακτήρ της υπερφυσικής Θείας Αποκαλύψεως είναι η ενότης και η Π. Διαθήκη είναι θεόπνευστος. Εν προκειμένω δηλ. το αντικείμενον της ερεύνης είναι κυρίως ουχί αι ιδέαι του εκάστοτε ι. συγγραφέως , αλλ’ αι θείαι αλήθειαι, ο λόγος του Θεού, όστις, ως υπερφυσική Θεία Αποκάλυψις, φθάνει μέχρις ημών δια του ανθρωπίνου μεν γράμματος, δια θεοπνεύστων όμως συγγραφέων. Υπό την ουσιαστικήν ταύτην έννοιαν νοείται ο όρος Ιερά ερμηνευτική, η άσκησις της οποίας αποτελεί και το πρώτον στάδιον του έργου του θεολόγου της Π. Διαθήκης., διότι δια της Ιεράς ερμηνευτικής θα εύρη ούτος και θα συλλέξη τας θείας αληθείας. Το δε δεύτερον στάδιον είναι η θεολογική σύνθεσις και συστηματοποίησις, συμφώνως προς την αρχήν της ενότητος της Θείας Αποκαλύψεως και τας προμνημονευθείσας θεμελιώδεις αρχάς της Θεολογίας της Π. Διαθήκης.
Κατά ταύτα η μέθοδος της Θεολογίας της Π. Διαθήκης είναι η εξηγητική εν συνδυασμό προς την συστηματική, το έργον δε του θεολόγου της Π. Διαθήκης είναι η δια της αναλύσεως και της συνθέσεως συστηματική θεολογική έκθεσης του εκ Θείας και υπερφυσικής Αποκαλύψεως περιεχομένου της Π. Διαθήκης, τ.ε. της εκεί περιεχομένης Θεολογίας.
Και ειδικώτερον ο θεολόγος της Π. Διαθήκης είναι, πρέπει να είναι, πρώτον δόκιμος εξηγητής, ασκών δηλ. εξ ίσου το έργον της εισαγωγής, της κριτικής του κειμένου και δη και της ερμηνείας αυτού, μάλιστα δε πρέπει να είναι δεξιός θεράπων της θεολογικής ερμηνείας και εντεύθεν ο θεολόγος της Π. Διαθήκης είναι πρώτον θεολόγος εξηγητής. Η εξηγήσεις και δη η θεολογική αποτελεί λοιπόν το πρώτον και δη αναλυτικών έργον της Θεολογίας της Π. Διαθήκης. Εάν δε ο θεολόγος της Π. Διαθήκης δεν είναι εξηγητής τότε, ως πολλάκις μέχρι σήμερον συνέβη, θα είναι εισηγητής και άρα αδόκιμος θεολόγος. Περαιτέρω ο εργάτης της Θεολογίας της Π. Διαθήκης είναι δεύτερον –ουχί βεβαίως κατ’ αξιολογική σειράν- θεολόγος εν τη ειδικότερα του όρου έννοια, δια να δύναται να άσκηση και το δεύτερον, εξ ίσου δε προς το πρώτον, θεμελιώδες έργον της θεολογικής συνθέσεως των δεδομένων της αναλύσεως και να απόδοση ούτως εν τη συστηματική αυτή εκθέσει την χαρακτηριζόμενη υπό της ενότητας της Θείας Αποκαλύψεως Θεολογία, ήτις περιέχεται πράγματι εν τη Π. Διαθήκη.
10) Λόγω της ανωτέρω εκτεθείσης εσωτέρας ενότητος Παλαιάς και Καινής Διαθήκης η ερμηνεία της Π. Διαθήκης ακούει πρώτον εις την φωνήν των θεοπνεύστων αυτής εξηγητών, ήτοι των κατά χρονολογικήν, εφ’ όσον βεβαίως τούτο είναι δυνατόν, σειράν νεωτέρων ιερών συγγραφέων της Π. Διαθήκης και των ιερών συγγραφέων της Κ. Διαθήκης.
Εντεύθεν η σημασία και η αξία των δευτεροκανονικών βιβλίων της Π. Διαθήκης, άτινα, ως και τα πρωτοκανονικά, περιλαμβάνονται εις τας πηγάς της Θεολογίας της Π. Διαθήκης, γίνεται εμφανεστέρα, διότι τα δευτεροκανονικά βιβλία αποτελούν εν πολλοίς την επί του εδάφους αυτής της Π. Διαθήκης συγκεφαλαίωσιν και δη την αυθεντικήν και θεόπνευστον ερμηνείαν, έτι δε και την συμπλήρωσιν των θείων αληθειών των περιεχομένων εν τοις πρωτοκανονικοίς βιβλίοις.
11) Θεματοφύλαξ και ταμείον και της Π. Διαθήκης είναι η θεοσύστατος διάδοχος του περιουσίου λαού, ήτοι η Εκκλησία, εν τη οποία αναπαύεται το Άγιον Πνεύμα, όπερ εμφανιζόμενον πάλαι ως «πνεύμα Θεού»2 εφώτισε και τους ιερούς συγγραφείς της Π. Διαθήκης. Άρα η μόνη αυθεντική ερμηνεύς και της Π. Διαθήκης, μετά βεβαίως τους θεοπνεύστους ιερούς συγγραφείς Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, είναι η Εκκλησία. Όθεν ο θεολόγος της Π. Διαθήκης δεν αδιαφορεί προς το φρόνημα της Εκκλησίας και την υπ’ αυτής παρεχομένην αυθεντικήν των θείων αληθειών ερμηνείαν, ενώ κατά τα λοιπά είναι ούτος ελεύθερος εις το έργον αυτού.
Ειδικώτερον ο θεολόγος της Π. Διαθήκης ου μόνον δεν είναι πολέμιος του δόγματος, αλλ’ ουδέ ξένος προς αυτό, διότι τότε δεν είναι πλέον θεολόγος της Π. Διαθήκης, θέτων εαυτόν έξω της μόνης αυθεντικώς ερμηνευούσης και την Π. Διαθήκην Εκκλησίας, ήτις άμα είναι και η κιβωτός της ορθής πίστεως, άνευ της οποίας το έργον της πραγματευομένης τας υπερφυσικάς θείας αληθείας Θεολογίας της Π. Διαθήκης είναι, ως είδομεν, αδύνατον. Ούτος όμως δεν είναι και δέσμιος, αλλά μαθητής του δόγματος υπακούων εις την θείαν εντολήν: «Ερευνάτε τας γραφάς»3. Το επιστημονικόν λοιπόν έργον του ορθοδόξου θεολόγου της Π. Διαθήκης είναι ευρύτατον και πλουσιώτατον.
Η γεραρά ελληνική μετάφρασις των Ο΄ είναι το υπό των Αποστόλων και εν γένει της Κ. Διαθήκης χρησιμοποιούμενον κείμενον της Π. Διαθήκης και ως εκ τούτου και η αρχαία Εκκλησία και η διάδοχος εκείνης Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία εθεώρησαν ως αυθεντικόν και εν πολλοίς θεόπνευστον κείμενον της Π. Διαθήκης την μετάφρασιν ταύτην. Εντεύθεν λοιπόν είναι προφανές, ότι η μετάφρασις των Ο΄ δεν να αποτελή το επίσημον κείμενον του ορθοδόξου θεολόγου της Π. Διαθήκης κατά την σχετικήν αυτού έρευναν, χωρίς βεβαίως και να παραγνωρίζη ούτος μήτε τας ατελείας αυτής μήτε την σπουδαιότητα του Μασωριτικού κειμένου.
12) Προφανής έπειτα είναι η σχέσις της Θεολογίας της Π. Διαθήκης προς τας επί μέρους επιστήμας της Θεολογίας εν γένει, ιδία δε προς την επιστήμην της Κ. Διαθήκης και δη και προς την Θεολογίαν αυτής, αλλά και προς την Δογματικήν. Της πρώτης, τ.ε. της Κ. Διαθήκης, ως και της δευτέρας δηλ. της Δογματικής, η Θεολογία της Π. Διαθήκης, αποτελεί την θεμελιώδη προϋπόθεσιν και βάσιν, αφού προηγουμένως εμαθήτευσεν εις αμφοτέρας ταύτας ο εργάτης αυτής. Όθεν η μεν Θεολογία της Π. Διαθήκης διδάσκει, ο δε θεολόγος της Π. Διαθήκης διδάσκεται υπό της επιστήμης της τε Κ. Διαθήκης και της Δογματικής.
Εξ άλλου, όσον αφορά εις την εν τη Παλαιοδιαθηκική επιστήμη θέσιν της Θεολογίας της Π. Διαθήκης, αύτη θεωρουμένη καθ’ εαυτήν, εφ’ όσον προϋποθέτει τους τρεις κλάδους της ημετέρας επιστήμης, δηλ. την Εισαγωγήν, την Ερμηνείαν και την Ιστορίαν της Π. Διαθήκης, είναι η συνισταμένη, το απαύγασμα, το επιστέγασμα και η κορωνίς αυτών. Δεν είναι κλάδος τις του δένδρου της παλαιοδιαθηκικής επιστήμης, αλλ’ ο καρπός αυτού. Δεδομένου δ’ ότι το δένδρον τούτο φύεται επί του εδάφους της Θεολογίας καθ’ όλου, ήτις καλλιεργείται εντός της Εκκλησίας, προς χάριν και δόξαν αυτής, εύλογον είναι ότι και η Θεολογία της Π. Διαθήκης, ως ο καρπός του δένδρου της Παλαιοδιαθηκικής επιστήμης ωριμάζει μόνον επί του δένδρου τούτου, Εντεύθεν, ως ακριβώς έξω της Εκκλησίας, μοναδικής θεματοφύλακος της ορθής πίστεως και αυθεντικής ερμηνέως της Αγίας Γραφής, ούτω και έξω της επιστήμης της Π. Διαθήκης, παρεχούσης τα εκ των ων ουκ άνευ επιστημονικά εφόδια και τα δεδομένα της ερεύνης αυτής, Θεολογία της Π. Διαθήκης δεν υπάρχει.
Με’ όσα δ’ εξετέθησαν ανωτέρω, πρόδηλος είναι η σπουδαιότης και η εν τη χριστιανική Θεολογία καθ’ όλου θέσις της Θεολογίας της Π. Διαθήκης, δεδομένου ότι αύτη πραγματεύεται όλας εκείνας τας υπερφυσικώς αποκεκαλυμμένας θείας αληθείας, τας οποίας ο Κύριος ανεγνώρισε και αυθεντικώς επεκύρωσεν ως λόγον του Θεού, εχρησιμοποίησε δε ως Αγίαν Γραφήν αυτού τε και των Μαθητών του, ως, προς τοις άλλοις, μαρτυρεί και το γεγονός ότι πολλάκις επεκαλέσθη θεολογικά χωρία εξ αυτής και δη εκ του Δευτερονομίου κατά τους πειρασμούς αυτού εν τη ερήμω και αλλαχού. Μάλιστα δε επί των αληθειών τούτων εστήριξεν ο Κύριος το Ευαγγέλιόν του, όπερ άνευ αυτών είναι ακατανόητον, ενώ η προφητική της Π. Διαθήκης διδασκαλία προδιαγράφει την προσωπικότητα και δη το απολυτρωτικόν αυτού έργον, ως του Μεσσίου. Εντεύθεν λοιπόν αι θείαι αύται αλήθειαι της Π. Διαθήκης, ερμηνευόμεναι και καταυγαζόμεναι υπό του κηρύγματος της Κ. Διαθήκης, απετέλεσαν το θεμέλιον των δογμάτων της Εκκλησίας.
Τοιαύτη δια βραχέων είναι καθ’ ημάς η έννοια, αι θεμελιώδεις αρχαί, η κεντρική ιδέα, το περιεχόμενον, η διαίρεσις, ο χαρακτήρ, η μέθοδος, τα όρια, η σχέσις προς τας επί μέρους επιστήμας της Θεολογίας εν γένει, η θέσις αυτής εν τη Παλαιοδιαθηκική επιστήμη και η καθ’ όλου σπουδαιότης της Θεολογίας της Π. Διαθήκης, ως επιστήμης.

Αναρτήθηκε: 29/12/12 20:18

Ο Χριστός είναι ο Θεμέλιος Λίθος και ο Υιός του Θεού του Μιχαήλ Χούλη Θεολόγου


Ο Χριστός είναι ο Θεμέλιος Λίθος και ο Υιός του ΘεούΗ παραβολή των κακών γεωργών (Μθ. 21, 33-42)

του Μιχαήλ Χούλη
Θεολόγου

Ο Ιησούς είπε κάποτε στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους του λαού την εξής παραβολή (ανάμεσα σε άλλες) μήπως και τους κάνει να ξυπνήσουν από τον πνευματικό λήθαργο και πιστέψουν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού, ο Μεσσίας των προφητειών: «Ένας γαιοκτήμονας φύτεψε ένα αμπέλι, το περίφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έχτισε πύργο, το νοίκιασε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο. Όταν πλησίαζε η εποχή της καρποφορίας, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς να πάρουν το μερίδιό του από τους καρπούς. Οι γεωργοί όμως έπιασαν τους δούλους του, κι άλλον τον έδειραν, άλλον τον σκότωσαν κι άλλον τον λιθοβόλησαν. Ξανάστειλε άλλους δούλους, περισσότερους από τους πρώτους και τους έκαναν τα ίδια. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΝ τούς έστειλε ΤΟ ΓΙΟ ΤΟΥ με τη σκέψη: ‘Θα σεβαστούν το γιο μου’. Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον γιο, είπαν μεταξύ τους: ‘Αυτός είναι Ο ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ. Εμπρός, ας τον σκοτώσουμε και ας αρπάξουμε την κληρονομιά του’. Έτσι, τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι και τον σκότωσαν. Όταν λοιπόν έρθει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνει σ’ εκείνους τους γεωργούς;» «Είναι κακοί», του λένε. «Γι’ αυτό θα τους εξολοθρεύσει με το χειρότερο τρόπο και θα νοικιάσει το αμπέλι σ’ άλλους γεωργούς, που θα του δίνουν τους καρπούς στην εποχή τους». Τους λέει ο Ιησούς: «Ποτέ δε διαβάσατε στις Γραφές: ‘Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστο οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι. Ο Κύριος το έκανε αυτό, και είναι αξιοθαύμαστο στα μάτια μας’»; «Όποιος πέσει πάνω σ’ αυτόν τον λίθο θα τσακιστεί. Και σε όποιον πάνω πέσει ο λίθος θα τον κομματιάσει. Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα σας αφαιρέσει το προνόμιο να είστε λαός της βασιλείας του, και θα το δώσει σ’ ένα λαό που θα παράγει τους καρπούς της βασιλείας». Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές Του και κατάλαβαν πως μιλάει γι’ αυτούς. Κι ενώ ήθελαν να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, γιατί τον πίστευαν για προφήτη (Μθ. 21,33-46/ Μκ. 12,1-12)/ Λουκ. 20,9-10).
Η εν λόγω παραβολή διασώζεται και από τους τρεις συνοπτικούς ευαγγελιστές, αλλά ανευρίσκεται και στο γνωστικό ευαγγέλιο του Θωμά. Ένας γαιοκτήμονας (συγκεκριμένα ο Θεός, που είναι Δημιουργός και Κύριος), με ιδιαίτερη φροντίδα και ενδιαφέρον περιέβαλε τους ανθρώπους και προνόησε για τη σωτηρία τους (φύτεψε, περίφραξε, έσκαψε, έχτισε, νοίκιασε αμπελώνα) και σε πρώτη φάση άφησε τον Ισραήλ υπεύθυνο για την λειτουργική καθοδήγηση του κόσμου (Παλαιά Διαθήκη). Οι Ισραηλίτες όμως, οι θρησκευτικοί άρχοντες και Γραμματείς και διδάσκαλοι του λαού (οι κακοί γεωργοί), δεν απέδωσαν καρπούς, έδειξαν αγνωμοσύνη και αχαριστία και προφανώς σε κατάσταση μέθης ευρισκόμενοι (σύγχυσης και παραλογισμού, που φτάνει μέχρι το έγκλημα), έδειραν (τον Μιχαία), λιθοβόλησαν (τον Ιερεμία και τον Ζαχαρία) και σκότωσαν (τον Ησαΐα θανάτωσαν δια πριονισμού και τον Ιεζεκιήλ στη Βαβυλώνα) τους δούλους και υπηρέτες του αφέντη -πολλούς δηλαδή αγίους και δικαίους, αλλά και τους θεόπεμπτους προφήτες, που στάλθηκαν για να διδάξουν τους Ιουδαίους να τηρήσουν τις θείες εντολές= τους καλούς καρπούς των ανθρώπων. Και δεν έμειναν μόνο σ’ αυτά, αλλά σε λίγο, μεθυσμένοι από τη δική τους αλαζονεία, την έλλειψη αυτογνωσίας και τα πάθη, θα εξοντώσουν τον ίδιο το μονάκριβο γιο του ιδιοκτήτη (ήτοι τον Ιησού, τον Υιό και Λόγο του Θεού), για τον οποίο μάλιστα δηλώνεται ότι φονεύτηκε έξω από τον αμπελώνα, όπως ο Ιησούς κρεμάστηκε στο σταυρό έξω από την Ιερουσαλήμ. Η εξαιρετική αγάπη του ιδιοκτήτη (του Θεού) είναι εμφανής (πέραν της λογικής), αφού δεν φοβήθηκε να στείλει και θυσιάσει ούτε τον γιο του (τον Χριστό) για να σώσει τον αμπελώνα (το λαό των Ιουδαίων, αλλά και όλη την ανθρωπότητα). Αλλά εμφανής είναι και η ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αφού έναν Κύριο υπηρετούν, την Αγία Τριάδα.
Γι’ αυτό και ο Θεός παραδίδει τον νέο αμπελώνα Του (την Εκκλησία) σε άλλα χέρια (που είναι οι απόστολοι, οι αρχιερείς και οι ποιμένες), που θα κάνουν άξιους καρπούς (πρόκειται για τους πιστούς όλων των αιώνων) για τη βασιλεία Του (ο σκοπός του Θεού είναι η λύτρωση σύμπαντος κόσμου). Πολύ εύστοχα μεταθέτει ο Ιησούς στη συνέχεια το βάρος της διήγησης -από τον ιδιοκτήτη, τους κακούς γεωργούς και τον αμπελώνα- στον ακρογωνιαίο λίθο όλης της οικοδομής, στο αγκωνάρι (θεμέλιο λίθο) που πέταξαν οι οικοδόμοι (οι Ιουδαίοι) νομίζοντας ότι είναι άχρηστο, και που δεν είναι άλλο παρά ο Θεάνθρωπος Κύριος (ο αρχηγός και η κεφαλή της Εκκλησίας), ο οποίος συνδέει (λέγει Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός) ως ‘πέτρα-κεφαλή γωνίας’ δύο πλευρές της μιας οικοδομής (Ιουδαίους και εθνικούς) και ξανάδωσε πνοή ζωής και στερέωσε σωτηριολογικά την οικουμένη με την ενσάρκωσή Του, τα θαύματα, τη διδασκαλία του, το σταυρό και την ανάστασή Του.
Πολύ ωραία επίσης εδώ ο Ιησούς αποκαλύπτει ότι ο ίδιος είναι ΥΙΟΣ και ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ του Πατρός, όχι ‘δούλος’ και ‘δημιούργημα’ του Θεού, όπως εσφαλμένα νομίζουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ακόμη, δεν είναι μόνο γιος του Θεού, αλλά αυτοαποκαλείται και ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ απεσταλμένος του Θεού προς τους ανθρώπους (και άρα η διδασκαλία του είναι μοναδική και τελεσίδικη), ώστε αναιρούνται και των Μουσουλμάνων οι ισχυρισμοί, πως ο Μωάμεθ και όχι ο Ιησούς υπήρξε ο τελευταίος προφήτης εκ Θεού.


ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1. ‘Εις Επίγνωσιν Θεού’, Μητροπολ. Φθιώτιδος Νικολάου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθ. 1999
2. ‘Ερμηνεία των Τεσσάρων Ευαγγελίων’, Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, επισκόπου Κορίνθου, εκδ. Δημιουργία, Αθ. 1992
3. ‘Κυριακοδρόμιο’, Άρτος Ζωής, Αθ. 2011
4. ‘Τα τέσσερα Ευαγγέλια και Πράξεις των Αποστόλων’, Τιμοθέου Κιλίφη, Αθήνα
5. ‘Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου’, εκδ. Ο Σταυρός, Αθ. 1981
6. ‘Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο’, Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλ. 1988